κίδαρις

κίδαρις
Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία κυρβασία για τους μη ευγενείς. Η βασιλική κ. είχε κυλινδρικό, άκαμπτο σχήμα και έφερε λοφίο στην κορυφή, ενώ η κυρβασία αναδιπλωνόταν και έπεφτε προς τα εμπρός.
* * *
(I)
ἡ (ΑΜ κίδαρις, -άρεως, Α και κίταρις και κυπρ. τ. κίτταρις)
νεοελλ.
κάλυμμα τής κεφαλής τών γυναικών, μαντίλι, μπόλια, διάδημα («είχεν απορρίψει από τής κεφαλής την κίδαριν και εφάνησαν οι βόστρυχοι τής κόμης της», Α. Παπαδ.)
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών βασιλέων, τιάρα, σαρίκι («κιδάρει γὰρ οἱ τῶν ἑῴων βασιλεῑς ἀντὶ διαδήματος εἰώθασι χρῆσθαι», Φίλ.)
2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Εβραίων ιεραρχών («χιτώνα κοσσυμβωτὸν καὶ κίδαριν καὶ ζώνην», ΠΔ)
αρχ.
είδος αρκαδικού χορού («ἡ παρά Ἀρκάσι κίδαρις παρά Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής ή σημιτικής προελεύσεως].
————————
(II)
ο
ζωολ. γένος εχινοδέρμων τής οικογένειας cidaridae.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίδαρις — Persian head dress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιδάρει — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc/acc dual (attic epic) κιδάρεϊ , κίδαρις Persian head dress fem dat sg (epic) κίδαρις Persian head dress fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιδάρεις — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc pl (attic epic) κίδαρις Persian head dress fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαρι — κίδαρις Persian head dress fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαριν — κίδαρις Persian head dress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίταρις — κίταρις, ἡ (Α) κίδαρις*, τιάρα («ἡ κίταρις ἐστῶσα περὶ τῇ κεφαλῇ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] …   Dictionary of Greek

  • κίτταρις — κίτταρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) η κίδαρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] …   Dictionary of Greek

  • кивер — военный головной убор , др. русск. киверъ, впервые в 1378 г. у митрополпта Киприана; Киверевъ, фам., 1495 г. (Тупиков); др. русск. киверь – то же, иногда также свадебный венец (ХV в.; см. Соболевский, РФВ 70, 80), укр. кивер, польск. kiwior тур.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • кидарь — м. покрывало, которое носили на голове иудейские первосвященники , только др. русск. кидарь (Кирилл Туровский и др.; см. Срезн. I, 1207). Из греч. κίδαρις. Ср. кивер …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”